Παγκόσμια ημέρα μνήμης ενάντια στο ολοκαύτωμα τού ναζισμού.

Τις 27 Ιανουαρίου είναι η παγκόσμια ημέρα μνήμης ενάντια στο ολοκαύτωμα τού ναζισμού. Η ημερομηνία καθιερώθηκε από τον ΟΗΕ γιατί 27/1 απελευθερώθηκαν από τον σοβιετικό κόκκινο στρατό οι 7.000 επιζήσαντες του Άουσβιτς Μπίρκεναου 

Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα προβλήθηκε τις 1/2/2023 στο σχολείο μας το ντοκυμαντέρ του Αλέν Ρενέ για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Πριν την προβολή προηγήθηκε μια σύντομη εισήγηση για την άνοδο τού ναζισμού, το ολοκαύτωμα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Πατήστε εδώ για να δείτε το κείμενο.

30 Ιανουαρίου 1933: Η κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί.

 
Ως κατάληψη ή ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί (γερμανικά: Machtergreifung ή Machtübernahme‎) ονομάζεται η άνοδος στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ και του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (Ναζιστικό κόμμα) στις 30 Ιανουαρίου 1933 και η αμέσως ακόλουθη περίοδος. Το γεγονός σημάδεψε την κατάλυση του δημοκρατικού καθεστώτος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την σταδιακή εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωτικού φασιστικού καθεστώτος, του επιλεγόμενου "Τρίτου Ράιχ".
Ύστερα από απανωτές εκλογές και λόγω της αδυναμίας να σχηματιστεί κυβέρνηση, στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Χίτλερ διορίστηκε από τον πρόεδρο του Ράιχ, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ.
Μαζί με την μεσολάβηση του πρώην πρωθυπουργού Φραντς φον Πάπεν ως αρχηγός (καγκελάριος) μιας κυβερνήσεως συνεργασίας μεταξύ του Ναζιστικού κόμματος και εθνικοσυντηρητικών δυνάμεων (του Γερμανικού Εθνικού Λαϊκού Κόμματος και της παραστρατιωτικής οργάνωσης "Στάλχελμ"). Ενώ στο υπουργικό συμβούλιο εκτός από τον Χίτλερ, υπήρχαν μόνο δυο άλλοι Ναζί, ο Βίλχελμ Φρικ ως υπουργός εσωτερικών και ο Χέρμαν Γκαίρινγκ ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. 
Ο φον Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος, ενώ τα περισσότερα χαρτοφυλάκια κατελήφθησαν από συντηρητικούς πολιτικούς ή μη πολιτικούς τεχνοκράτες.
Ήδη από τις 4 Φεβρουαρίου, το "Διάταγμα για την ασφάλεια του Γερμανικού Λαού", περιόριζε την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της συνάθροισης, ενώ ο Βίλχελμ Φρικ αποκτούσε έκτακτες αρμοδιότητες. 
Μετά τον Εμπρησμό του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου, το "Διάταγμα για την προστασία του Λαού και του Κράτους" (ευρύτερα γνωστό ως "Διάταγμα περί του Εμπρησμού του Ράιχσταγκ") στις 28 Φεβρουαρίου αποτέλεσε σύμφωνα με τον πολιτειολόγο Έρνστ Φραίνκελ "την συντακτική πράξη του Τρίτου Ράιχ".
Καθώς περιόρισε τις διατάξεις του συντάγματος που αποτελούσαν εγγύηση για θεμελιώδη πολιτικά και δημοκρατικά δικαιώματα, την αυτονομία των γερμανικών κρατιδίων, το ταχυδρομικό απόρρητο, κ.ά., ανοίγοντας τον δρόμο στην "Ευθυγράμμιση" (Gleichschaltung) του κράτους και όλων των δημοσίων οργανώσεων με το καθεστώς.
Ενόψει των εκλογών της 5ης Μαρτίου, οι Ναζί εξαπέλυσαν κύμα διώξεων κατά των πολιτικών αντιπάλων τους, ιδίως της Αριστεράς: 
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας τέθηκε πρακτικά εκτός νόμου, ενώ το άλλοτε πανίσχυρο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα περιθωριοποιήθηκε και πολλά στελέχη του συνελήφθησαν.
Παρά το κλίμα βίας και εκφοβισμού, και το μονοπώλιο της προπαγάνδας με όλα τα μέσα του κρατικού μηχανισμού στη διάθεσή τους, στις εκλογές οι Ναζί απέτυχαν να καταλάβουν την απόλυτη αυτοδυναμία, λαμβάνοντας το 43.9% των ψήφων, ενώ τα αντικαθεστωτικά κόμματα (Κομμουνιστές και Σοσιαλδημοκράτες) έλαβαν σχεδόν το 31% των ψήφων. Με την βοήθεια των άλλων δεξιών κομμάτων, και δια της ακύρωσης της εκλογής όλων των κομμουνιστών βουλευτών, οι Ναζί πέτυχαν να αποκτήσουν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών.
Στις 24 Μαρτίου 1933, το Ράιχσταγκ, με την ψήφο και του μετριοπαθούς κόμματος του Κέντρου, ουσιαστικά αυτοκαταργήθηκε, με την υπερψήφιση της "Πράξης Εξουσιοδότησης" (Ermächtigungsgesetz) που παρέδιδε την νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση. 
Η διαδικασία εγκαθίδρυσης της μονοκρατορίας του ναζιστικού κόμματος, και του Χίτλερ προσωπικά, ολοκληρώθηκε στις 2 Αυγούστου 1934 με τον θάνατο του προέδρου του Ράιχ, στρατάρχη Πάουλ φον Χίντενμπουργκ.
Οπότε ο Χίτλερ ανέλαβε και ως αρχηγός του κράτους ως "Φύρερ" και Καγκελάριος του Ράιχ.
 
  
 
*...Γερμανία, εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 1932. Τα αποτελέσματα των εκλογών φέρνουν πρώτο κόμμα το ναζιστικό NSDAP, το οποίο όμως χάνει 4% σε σύγκριση με τις εκλογές της 31ης Ιουλίου 1932 (από 37,3% στο 33,1%). Τα παραδοσιακά κόμματα της Δεξιάς καταποντίζονται. Διασώζονται μόνο το συντηρητικό καθολικό  Κέντρο (Zentrum/BVP) στο 15% με πτωτική τάση και το σωβινιστικό DNVP με 8,3%. (+ 2,4%). Κυρίως αυτό το κόμμα και μετά το NSDAP συγκέντρωσαν τις χορηγίες και την υποστήριξη των κυρίαρχων οικονομικών κύκλων κατά την προεκλογική περίοδο. Οι Σοσιαλδημοκράτες πέφτουν ελαφρά (από 21,6% στο 20,4%). Μεγάλοι κερδισμένοι των εκλογών είναι οι Κομμουνιστές, οι οποίοι από 14,3% πηγαίνουν στο 16,9% και για πρώτη φορά στην εκλογική τους ιστορία κερδίζουν τον μαγικό αριθμό των 100 εδρών. 
 
Στις 19 Νοεμβρίου 1932 είκοσι οικονομικοί παράγοντες, ως εκπρόσωποι του χρηματιστικού και βιομηχανικού κεφαλαίου, ζητούν επιτακτικά από τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ να αποδεχτεί τον Χίτλερ ως καγκελάριο, σε κυβέρνηση συνασπισμού του NSDAP και του DNVP: οι υπέρμαχοι του κράτους έκτακτης ανάγκης ζητούσαν ανοιχτά πια την πλήρη καταστροφή της δημοκρατίας.
 
Ανάμεσα στους υπογράφοντες ξεχωρίζουν: Ο τραπεζίτης και επιχειρηματίας Κουρτ φον Σρέντερ (Kurt von Schröder), ο τραπεζίτης, «κεντρώος» τεχνοκράτης, στενά συνδεδεμένος με τη Wall-Street, Χιάλμαρ Σαχτ/Hjalmar Schacht (μελλοντικά θα γίνει υπουργός Οικονομικών του Χίτλερ), ο Φριτς Τίσεν (Fritz Thyssen). Επίσης, ο πρόεδρος του βιομηχανικού και εμπορικού επιμελητηρίου Έβαλντ Χέκερ  (Ewald Hecker), ο εφοπλιστής Ε. Χέλφεριχ (E. Helfferich), ο «συντηρητικός φιλελεύθερος» τραπεζίτης, εφοπλιστής και δήμαρχος Αμβούργου Καρλ Βίνσεντ Κρόγκμαν (Carl Vincent Krogmann). Δύο από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους, ο Άλμπερτ Φέγκλερ (Albert Vögler) και ο Πάουλ Ρόις (Paul Reusch), δήλωσαν μια μέρα μετά ότι συμφωνούσαν πλήρως με την αντίληψη της επιστολής.
 
Μεταξύ άλλων, οι υπογράφοντες θεωρούν το εκλογικό αποτέλεσμα του NSDAP ως «εξαιρετικά ενθαρρυντικό και δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι η πραγματοποίηση του σκοπού θα αποτύχει από τώρα και στο εξής λόγω της διατήρησης μιας αναποτελεσματικής μεθόδου» («αναποτελεσματική μέθοδος» ήταν η αποστασιοποίηση από τους ναζιστές). Και συνέχιζαν: «Αυτοπροσδιοριζόμαστε ως ελεύθεροι από κάθε στενή κομματική τοποθέτηση. Αναγνωρίζουμε στο εθνικό κίνημα, που εκπορεύεται από τον λαό  μας, την πολλά υποσχόμενη έναρξη μιας εποχής, η οποία θα δημιουργήσει την απαραίτητη βάση για την ανόρθωση της γερμανικής οικονομίας μέσα από την υπέρβαση των ταξικών αντιθέσεων. Γνωρίζουμε ότι αυτή η ανόρθωση απαιτεί πολλές ακόμα θυσίες». 
 
Σε μια από τις ακροτελεύτιες παραγράφους επισήμαιναν: «Η μεταβίβαση της υπεύθυνης ηγεσίας μιας κυβέρνησης, στελεχωμένης με τους καλύτερους εμπειρογνώμονες στον αρχηγό του μεγαλύτερου εθνικού κόμματος θα εξαλείψει τις υπερβολές και τα λάθη, που είναι αναπόσπαστα σε κάθε μαζική πολιτική κίνηση, και θα προσελκύσει σαν δύναμη κατάφασης εκατομμύρια ανθρώπους, που είναι σήμερα αποστασιοποιημένοι». [Ολόκληρη η επιστολή είναι αρχειοθετημένη ως «Büro des Reichspräsidenten, Abt. B/III, Band 47, Blatt 259/260 »].
 
Για να διασφαλιστεί αυτή η επιλογή, κυριάρχησαν στο πυκνό και περίπλοκο μεσοδιάστημα η πίεση προς την κομμουνιστική Αριστερά και τα κοινωνικά προοδευτικά στοιχεία, η ραδιουργία και η σύγχυση. Τελικά, ο Χίτλερ θα γινόταν καγκελάριος στις 30 Ιανουαρίου 1933 προς μεγάλη χαρά των επιστολογράφων.
 
 
 
“Η Χάνα Αρεντ παρατηρούσε ότι το αληθινά δαιμονικό πνεύμα μεταξύ των ναζιστών λαοπλάνων ήταν ο Χίμλερ.
 
Ο Χίμλερ –μολονότι δεν προερχόταν από τους κύκλους των μποέμ όπως ο Γκέμπελς και χωρίς να είναι ένας διεστραμμένος όπως ο Στράιχερ, ούτε ένας τυχοδιώκτης όπως ο Γκέρινγκ, ούτε και ένας φανατικός όπως ο Χίτλερ ή ένας τρελός όπως ο Ρόζενμπεργκ– «οργάνωσε τις μάζες σε ένα σύστημα ολικής κυριαρχίας», χάρη στην ορθή παραδοχή του ότι στην απόλυτη πλειονότητά τους οι άνθρωποι δεν είναι ούτε βρικόλακες ούτε σαδιστές, αλλά εργαζόμενοι και πατέρες οικογενειών.
 
Για να διαπραχθούν τερατωδίες δεν χρειάζονται τέρατα και το πρόβλημα το σχετικό με τον Αϊχμαν έγκειτο ακριβώς στο γεγονός ότι δεν ήταν ούτε ένα τέρας ούτε ένας σαδιστής.
 
Ηταν -αντίθετα- υπερβολικά, τρομερά, τρομακτικά «φυσιολογικός». 
 
Ένα ανθρωπάκι σοκαριστικής μετριότητας.”
 
               *******
*Η κοινοτοπία του κακού» και η προσωποποίησή του: 
Η Arendt, συνεχίζοντας το νήμα του Heidegger, θεώρησε ότι ο συνήθης στοχασμός, ως τεχνικός τρόπος σκέψης ξεκομμένος από το Μέσα στον Κόσμο Είναι, οδηγεί τους ανθρώπους σε πλάνες.
 
 Ο στοχασμός δε μπορεί να είναι ξεκομμένος από τη δράση, και η δράση δε μπορεί να συμβαίνει από ανθρώπους που φορούν παρωπίδες. 
 
Η αποκομμένη από τον κόσμο διάνοια που επικρατεί στο δυτικό κόσμο της νεωτερικότητας συνιστά μια μορφή εγωισμού που μας απομακρύνει από τους άλλους ανθρώπους αλλά, τελικά, και από τον ίδιο τον κόσμο. 
 
Ο κόσμος γίνεται για μας «αντικείμενο» προς κατανάλωση κι εμείς μεταλλασσόμαστε σταδιακά σε «μαζανθρώπους», που ακολουθούμε τάσεις και ικανοποιούμε πλασματικά τις ανάγκες μας μέσω της παραγωγής και της κατανάλωσης. 
 
Η τεχνολογία και η οικονομία μάς εγκλωβίζουν σε έναν τρόπο σκέψης που μας αναγκάζει να βλέπουμε τα πράγματα υπό ορισμένο πρίσμα.
 
 Το μεγαλύτερο κακό σε αυτόν τον κόσμο, έλεγε η Arendt, δεν προέρχεται από ανθρώπους που επιλέγουν να είναι κακοί. 
Προέρχεται από ανθρώπους που απλώς δε σκέφτονται καθαρά. 
 
Από ανθρώπους που, βλέποντας τα πράγματα μονομερώς, μέσα από παραμορφωτικούς-ιδεολογικούς φακούς, κάνουν αδιανόητα πράγματα, θεωρώντας τα προφανή και κανονικά.
 
 Στηριζόμενοι σε αυτήν την κανονικότητα, πραγματοποιούμε φοβερά πράγματα με έναν οργανωμένο και συστηματικό τρόπο.
 
 Αυτή είναι η διαδικασία, με την οποία άσχημες, εξευτελιστικές, δολοφονικές, απάνθρωπες και απερίγραπτες πράξεις καταλήγουν να αποτελούν ρουτίνα και γίνονται αποδεκτές ως «ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα». 
 
Αυτό το φαινόμενο η Arendt το ονόμασε «η κοινοτοπία του κακού».
 
 
 

Εκτύπωση